-
1 заинтересовать
заинтересовать, заинтересовывать ενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, τραβώ (или προκαλώ) την προσοχή это меня заинтересовало αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου* * *= заинтересовыватьενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, τραβώ ( или προκαλώ) την προσοχήэ́то меня́ заинтересова́ло — αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου
-
2 бросать
ρ.δ.μ.1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•гранату ρίχνω χειροβομβίδα•
бросать якорь ρίχνω άγκυρα.
2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.
3. διαχέω, σκορπίζω•бросать тень ρίχνω σκιά•
солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.
4. αποβάλλω ως άχρηστο•он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.
|| τοποθετώ άταχτα•бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.
5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.
|| μτφ. παύω, σταματώ•бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•
-айте работу! σταματήστε τη δουλιά!
(απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.
εκφρ.бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•бросать тень – μτφ. αμαυρώνω.1. αλληλορίχνω•-снежками χιονοπολεμώ.
|| μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).
2. σπεύδω, τρέχω•бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.
|| ρίχνομαι, πέφτω•бросать на колени πέφτω στα γόνατα•
бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.
3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.
|| τρώγω αχόρταγα•бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.
4. πηδώ από ψηλά•бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•
бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•
бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.
5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).εκφρ.бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. -
3 привлечь
1. (притянуть, приблизить) τραβώ, έλκω, προσελκύω 2. (использовать для какой-л. цели) χρησιμοποιώ 3. (вызвать интерес, возбудить любопытство) τραβώ (την προσοχή, το ενδιαφέρον), προκαλώ, προσελκύω 4. (потребовать выполнения чего-л., обязать к чему-л.) εγκαλώ, ενάγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привлечь
-
4 заинтересовать
заинтересоватьсов, заинтересовывать несов ἐνδιαφέρω, τραβώ τήν προσοχή, προκαλώ τό ἐνδιαφέρο[ν]. -
5 привлечь
-леку, -лечшь, -лекут, παρλθ. χρ. привлк, -лекла, -лекло, μτχ. παρλθ. χρ. привлкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привлеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. τραβώ, έλκω προς εαυτόν.2. προσελκύω• εντυπωσιάζω•крики -ли нас на площадь οι φωνές μας τράβηξαν στην πλατεία•
его речь -ла внимание слушателей ο λόγος του τράβηξε την προσοχή των ακροατών•
привлечь на свою сторону τραβώ (παίρνω) με το μέρος μου.
3. εγκαλώ, ενάγω τραβώ στο δικαστήριο•привлечь к ответственности за нарушение тишины διώκω (δικαστικώς) σαν υπεύθυνο της διατάραξης της κοινής ησυχίας.
4. αντλώ, βγάζω, χρησιμοποιώ•привлечь цитаты для иллюстрации χρησιμοποιώ τσιτάτα για καλύτερη επεξήγηση.
|| θέλγω, γοητεύω προκαλώ τη συμπάθεια, αγάπη κ.τ.τ.
См. также в других словарях:
εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… … Dictionary of Greek
επιδεικνύω — (AM ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω) 1. παρουσιάζω, εμφανίζω, προβάλλω κάτι ως δείγμα, ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια τού εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν») 2. εμφανίζω και… … Dictionary of Greek
μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… … Dictionary of Greek
ενδιαφέρω — 1. προκαλώ την προσοχή («δεν μ ενδιαφέρει τί κάνεις») 2. απρόσ. ενδιαφέρει έχει σημασία, σπουδαιότητα («δεν ενδιαφέρει η ποσότητα αλλά η ποιότητα») 3. μέσ. δείχνω ιδιαίτερη φροντίδα («δεν ενδιαφέρεται για τίποτε») 4. μέσ. έχω συμφέρον 5. μέσ. μτφ … Dictionary of Greek
επιδείχνω — επίδειξα, επιδείχτηκα, μτβ. 1. υψώνω κάτι και το δείχνω, το εκθέτω σε θέα, το παρουσιάζω, το δείχνω: Ο έμπορος μας επίδειξε πολλά υφάσματα. 2. επιδιώκω να φανεί ότι έχω κάποια ιδιότητα ή προσόν είτε από ματαιοδοξία είτε για να προκαλέσω θαυμασμό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασπώ — (AM διασπῶ, άω) διαχωρίζω βίαια, χωρίζω στα δύο ή σε περισσότερα κομμάτια νεοελλ. 1. προκαλώ ρήγμα σε μέτωπο, παράταξη, ομάδα κ.λπ. («διέσπασαν το μέτωπο», «διασπάστηκε το κόμμα» κ.λπ.) 2. «διασπάται η προσοχή» δεν μπορεί κάποιος να συγκεντρώσει… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α … Dictionary of Greek
σχάζω — ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή νεοελλ. 1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων») 2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν») β) ναυτ.… … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek